φιλάγαθος

φιλάγαθος
5358 φιλάγαθος
{прил., 1}
любящий добро (Тит. 1:8).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φιλάγαθος" в других словарях:

  • φιλάγαθος — loving goodness masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάγαθος — η, ο / φιλάγαθος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά το αγαθό, το καλό, το δίκαιο («φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον», ΚΔ). επίρρ... φιλαγάθως Α με φιλαγαθία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀγαθός] …   Dictionary of Greek

  • φιλαγάθως — φιλάγαθος loving goodness adverbial φιλάγαθος loving goodness masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάγαθον — φιλάγαθος loving goodness masc/fem acc sg φιλάγαθος loving goodness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαγάθοις — φιλάγαθος loving goodness masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαγάθου — φιλάγαθος loving goodness masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαγάθους — φιλάγαθος loving goodness masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαγάθων — φιλάγαθος loving goodness masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαγάθῳ — φιλάγαθος loving goodness masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάγαθε — φιλάγαθος loving goodness masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάγαθοι — φιλάγαθος loving goodness masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»